- ἄνδροσφιγξ
- ἄνδρο-σφιγξ, ιγγος, ὁ,A sphinx with the bust of a man, not (as usually) of a woman, Hdt.2.175.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άνδροσφιγξ — ἄνδροσφιγξ, ἡ (Α) Σφίγγα με πρόσωπο άνδρα … Dictionary of Greek
ἀνδρόσφιγγας — ἀνδρόσφιγξ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Sphinge — Sphinx (mythologie grecque) Pour les articles homonymes, voir Sphinx. Sphinx funéraire archaïque, vers 570 av. J. C., Musée national ar … Wikipédia en Français
Sphinx (mythologie grecque) — Pour les articles homonymes, voir Sphinx. Sphinx funéraire archaïque, vers 570 av. J. C., Musée national archéologique d Athènes Dans la … Wikipédia en Français
Σφίγγα — Η Σφιγξ των αρχαίων Ελλήνων. Μυθολογικό τέρας της Βοιωτίας με πρόσωπο ή και στήθος γυναίκας, σώμα λιονταριού, φτερά όρνιθας και ουρά φιδιού. Η Σ. ήταν κόρη της Έχιδνας και του Τυφώνα ή του Όρθρου. Κατά τον Ησίοδο, η Σ. ονομαζόταν Φιξ και ήταν… … Dictionary of Greek
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek